- μεγαλήτωρ
- μεγᾰλήτωρ1 great hearted
ἀλλ' ἐν Οἰνώνᾳ μεγαλήτορες ὀργαὶ Αἰακοῦ παίδων τε I. 5.34
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
ἀλλ' ἐν Οἰνώνᾳ μεγαλήτορες ὀργαὶ Αἰακοῦ παίδων τε I. 5.34
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
μεγαλήτωρ — μεγαλήτωρ, ορος, ὁ, ἡ (ΑM) μεγαλόκαρδος, μεγαλόψυχος («οἱ δ ἅμα Πατρόκλῳ μεγαλήτορι θωρηχθέντες», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο) * + ήτωρ (< ἦτορ «καρδιά»)] … Dictionary of Greek
μεγαλήτωρ — greathearted masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεγαλήτορα — μεγαλήτωρ greathearted masc/fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεγαλήτορας — μεγαλήτωρ greathearted masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεγαλήτορες — μεγαλήτωρ greathearted masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεγαλήτορι — μεγαλήτωρ greathearted masc/fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεγαλήτορος — μεγαλήτωρ greathearted masc/fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Megalétor — MEGALÉTOR, ŏris, Gr. Μεγαλήτωρ, ορος, einer von des Munichus Söhnen, der endlich aus Mitleiden der Götter, damit sie nicht elendiglich verbrennen durften, in Vögel, und er insonderheit in einen Ichnevmon, verwandelt wurden. Nicand ap. Ant.… … Gründliches mythologisches Lexikon
ήτορ — ἦτορ, το (Α) (επικ. και λυρ. λέξη στον Όμηρο μόνο σε ονομ. και αιτ. η δοτ. ἤτορι μόνο στον Σιμων.) 1. η καρδιά α) ως μέλος τού ανθρώπινου σώματος («στήθεσι πάλλεται ἦτορ», Ομ. Ιλ.) β) ως έδρα τής ψυχής, τής ζωής, η ζωή («μή πως φίλον ἦτορ… … Dictionary of Greek
μεγαλ(ο)- — και μεγα / μεγά (ΑM μεγαλ[ο] και μεγα / μεγά ) α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθετο μέγας, μεγάλου. Τα σύνθετα στα οποία εμφανίζεται είναι, κατά κανόνα, προσδιοριστικού τ. (δηλ. το α συνθετικό… … Dictionary of Greek